- λίβας
- λίψ 1the SW. windmasc acc plλίψ 2streamfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιβάς — anything that drips fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβάς — (I) λιβάς, άδος, ἡ (ΑM) λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», Στράβ.) αρχ. 1. καθετί που στάζει, σταλαγμός υγρού, ιδίως νερού 2. είδος στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από αγγείο που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό… … Dictionary of Greek
λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… … Dictionary of Greek
λίβας — ο νοτιοδυτικός ζεστός και ξηρός άνεμος: Το σιτάρι ξεράθηκε από το λίβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιβᾶς — λιβᾶ̱ς , λιβάζω let fall in drops fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβάδα — λιβάς anything that drips fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβάδας — λιβάς anything that drips fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβάδες — λιβάς anything that drips fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβάδεσσι — λιβάς anything that drips fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβάδεσσιν — λιβάς anything that drips fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)